pilfer$60881$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pilfer$60881$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pilfer; Pilfering; Pilferage (disambiguation)

pilfer      
v. κλέπτω μικρά πράγματα, σουφρώνω

Ορισμός

pilfer
(pilfers, pilfering, pilfered)
If someone pilfers, they steal things, usually small cheap things.
Staff were pilfering behind the bar...
When food stores close, they go to work, pilfering food for resale on the black market.
VERB: V, V n
pilfering
Precautions had to be taken to prevent pilfering.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Pilferage

Pilferage or pilfering is the act of stealing items of low value, especially in small quantities, also called petty theft.

Pilferage may also refer to:

  • Package pilferage, the theft of part of the contents of a package
  • Pilferage (animal behavior), when one animal takes food from another animal's larder